προσεπιτραγωδώ

προσεπιτραγωδώ
-έω, Α
διηγούμαι με ακόμη πιο τραγικό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπιτραγῳδῶ «αφηγούμαι κάτι τραγικό, εξαίρω, μεγαλύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”